ευταξία

ευταξία
η
1) порядок, упорядоченность; 2) послушание, повиновение; дисциплинированность, хорошее поведение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ευταξία" в других словарях:

  • εὐταξία — εὐταξίᾱ , εὐταξία good arrangement fem nom/voc/acc dual εὐταξίᾱ , εὐταξία good arrangement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίᾳ — εὐταξίαι , εὐταξία good arrangement fem nom/voc pl εὐταξίᾱͅ , εὐταξία good arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευταξία — η (ΑΜ εὐταξία) [εύτακτος] 1. η καλή τάξη, η τακτοποίηση 2. η τήρηση τής τάξεως, η πειθαρχία 3. σεμνότητα, φρονιμάδα αρχ. 1. η καλή κατάσταση 2. (για πόλεις) η ευνομία 3. η μετριότητα στη διατροφή 4. εγκράτεια, αγνότητα 5. (στη φιλοσ. τών Στωικών) …   Dictionary of Greek

  • εὐταξίας — εὐταξίᾱς , εὐταξία good arrangement fem acc pl εὐταξίᾱς , εὐταξία good arrangement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίαι — εὐταξία good arrangement fem nom/voc pl εὐταξίᾱͅ , εὐταξία good arrangement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίαν — εὐταξίᾱν , εὐταξία good arrangement fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίαις — εὐταξία good arrangement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίης — εὐταξία good arrangement fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐταξίῃ — εὐταξία good arrangement fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευταξίας — ο (ΑΜ εὐταξίας) [ευταξία] εκκλησιαστικό αξίωμα, αυτός που μεριμνά για την ευταξία στους ναούς και στις ιερές ακολουθίες νεοελλ. (σε παλιότερες εποχές) μαθητής υπεύθυνος για την τήρηση τής τάξεως στο σχολείο, πρωτόσχολος, επιμελητής …   Dictionary of Greek

  • Liturgie (Athènes) — Liturgie (Grèce antique)  Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie …   Wikipédia en Français


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»